- αμνός
- οτο μικρό αρσενικό πρόβατο, το αρνάκι: Στο χωριό θα έτρωγαν και τον πατροπαράδοτο πασχαλινό αμνό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἁμνός — ἀμνός , ἀμνός lamb masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνός — lamb masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek
αμνός του Θεού — Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του.… … Dictionary of Greek
ἀμνώ — ἀμνός lamb masc/fem acc dual ἀμνός lamb masc/fem nom dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνοί — ἀμνός lamb masc/fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνούς — ἀμνός lamb masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνόν — ἀμνός lamb masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνώς — ἀμνός lamb masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος … Deutsch Wikipedia